- σαρκίνη
- η, Νζωολ. γένος σαπροφυτικών, θετικών κατά Γκραμ, βακτηρίων, που ανήκει στους σταφυλοκόκκους.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. sarcina < λατ. sarcina «δέμα, σωρός»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σαρκίνη — σάρκινος of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίνῃ — σάρκινος of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκίνηι — σαρκίνῃ , σάρκινος of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δισκοκέφαλοι — Ψάρια που ανήκουν στην οικογένεια των εχενηιδών. Τα ψάρια αυτά κολυμπούν με μεγάλη ταχύτητα χωρίς να κουράζονται και προσκολλώνται σε πλοία ή πάνω σε άλλα μεγαλύτερα ψάρια με τη βοήθεια ενός δίσκου που φέρουν στο κεφάλι τους. O δίσκος αυτός… … Dictionary of Greek
Σιαμαίοι αδελφοί — Δίδυμοι αδελφοί, (Τσανγκ Ενγκ) που τα σώματά τους συνδέονταν με μια σάρκινη λουρίδα από το στήθος. Γεννήθηκαν στην Ταϊλάνδη το 1811, από Κινέζους γονείς. Η λουρίδα που τους ένωνε είχε μήκος 0,055 μ. περίπου, αλλά με την πάροδο του χρόνου, και… … Dictionary of Greek